Dictionary of Greek. 2013.
πήχισμα — τὸ, Α [πηχίζω] 1. το μήκος ενός πήχυ 2. η μέτρηση με πήχυ … Dictionary of Greek
πηχισμός — ὁ, Α [πηχίζω] η μέτρηση με τον πήχυ … Dictionary of Greek